λάτρεις

λάτρεις
λάτρις
hired servant
fem nom/voc pl (attic epic)
λάτρις
hired servant
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • συνανουβιασταί — Θίασος θρησκευτικών των αρχαίων Ελλήνων, που λάτρευαν τον αιγυπτιακό θεό Άνουβι. Οι λάτρεις του θεού αυτού ζούσαν στις παράλιες ελληνικές μικρασιατικές πόλεις και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. * * * οἱ, Α οι λάτρεις τού Αιγύπτιου θεού Ανούβιδος.… …   Dictionary of Greek

  • Greek Wikipedia — Infobox website name = Greek Wikipedia caption = url = http://el.wikipedia.org/ commercial = No location = Miami, Florida type = Internet encyclopedia project language = Greek registration = Optional owner = Wikimedia Foundation author = The… …   Wikipedia

  • Λημνιασταί — Λημνιασταί, οί (Α) λάτρεις τών λημνιακών θεοτήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λημνιάζω < λήμνιος < Λήμνος] …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιασταί — Ὀλυμπιασταί, αἱ (Α) όμιλος που αποτελούνταν από λάτρεις τού Ολυμπίου Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλύμπιος, μέσω αμάρτυρου ρήματος *ολυμπιάζω] …   Dictionary of Greek

  • Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… …   Dictionary of Greek

  • Σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους …   Dictionary of Greek

  • Σκιρίδαι — οἱ, Α [σκιρίς, ίδος] λάτρεις ἡ ιερείς τής Σκιρίδος Αρτέμιδος …   Dictionary of Greek

  • Ταυρεασταί — και Ταυριασταί, οἱ, Α (στην Έφεσο και στην Ιστρία) λάτρεις τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος / ταύρε(ι)ος + κατάλ. (α)στής (πρβλ. Ἀσκληπιασταί)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”